καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
μυώνας — ο (Α μυών) το μέρος τού σώματος όπου υπάρχουν ή συσπώνται πολλοί μύες, σύνδεσμος πολλών μυών, σαρκώδες μέρος τού σώματος (α. «όλοι οι μυώνες τού προσώπου τού ακροατού εκινήθησαν», Παπαδ. β. «ὁ δέ οἱ περὶ νεῡρα τανυσθεὶς μυὼν ἐξ ὑπάτοιο βραχίονος… … Dictionary of Greek
ορθωτήρας — ο (Α ὀρθωτήρ, ῆρος) νεοελλ. 1. κάθε μέσο με το οποίο ανορθώνεται, ανυψώνεται κάτι 2. φρ. «ορθωτήρες μύες τριχών» μύες από λείες μυϊκές ίνες οι οποίοι όταν συσπώνται ανορθώνουν τις τρίχες αρχ. αυτός που διευθύνει ή που εκτελεί κάτι με επιτυχία.… … Dictionary of Greek
στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το … Dictionary of Greek
συσταλτικότητα — η, Ν 1. η ιδιότητα τού συσταλτικού, τού να προκαλεί κάτι συστολή 2. φυσιολ. ιδιότητα όλων σχεδόν τών ζωντανών ζωικών ιστών, και ιδιαίτερα τού μυϊκού, να συσπώνται και να αλλάζουν σχήμα υπό την επίδραση κατάλληλου ερεθίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
βρόγχοι — Έτσι ονομάζονται στην ανατομία οι δύο αεραγωγοί που αρχίζουν από τον διχασμό της τραχείας και προχωρούν στο εσωτερικό των πνευμόνων. Διαιρούνται πρώτα σε χοντρούς κλάδους, έναν για κάθε πνευμονικό λοβό (λοβιακοί β., τρεις δεξιά και δύο αριστερά)… … Dictionary of Greek
γρεγαρινόμορφα — Τάξη πρωτοζώων που περιλαμβάνει μονοκύτταρα όντα σχετικά μεγάλου μεγέθους με σώμα ωοειδές ή σκωληκοειδές. Το κυτταρόπλασμα των πρωτοζώων αυτών καλύπτεται από παχιά μεμβράνη που φέρει μακριές ραβδώσεις. Τα γ. είναι παρασιτικά πρωτόζωα εξωκυτταρικά … Dictionary of Greek
επινεφρίδια — Ενδοκρινείς αδένες των σπονδυλωτών. Ο άνθρωπος και τα άλλα θηλαστικά φέρουν δύο ε., από ένα, σαν κάλυμμα, στον πάνω πόλο κάθε νεφρού. Πρόκειται για αδένες σχετικά μικρούς σε όγκο, που το συνολικό τους βάρος κυμαίνεται στον άνθρωπο από 8 έως 10 γρ … Dictionary of Greek